- ζακρυόεις
- ζακρυόεις, -εσσα, -εν (Α)κρύος, κρυερός, παγωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις* (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί *δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα* και το κρυόεις* (< κρύος*)].
Dictionary of Greek. 2013.